rabear - ορισμός. Τι είναι το rabear
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι rabear - ορισμός


Rabear      
v. t.
Mexer a cauda.
Fig.
Mexer-se.
Estar inquieto, por incômmodo ou cuidados.
Irritar-se.
V. t.
Dirigir (charrua ou arado), segurando-o pela rabiça.
(De "rabo")
rabear      
(rabo+ear) vint
1 Bulir, mexer com o rabo, ou com o traseiro. vint
2 Rastejar agitando a cauda, como as lagartixas. vint
3 Caminhar sinuosamente, mover-se tortuosamente: ''Relâmpagos sucessivos flamejavam... coriscos rabeavam'' (Coelho Neto). vint
4 Mexer-se repetidas vezes, por estorvo, fadiga ou inquietação: ''Pois quem não ceia, toda a noite rabeia'' (Cam. Castelo Branco). vint
5 Mexer muito com as nádegas, em danças lúbricas; bambolear-se, rebolar-se; saracotear-se. vtd
6 Conduzir o arado ou charrua, pegando-o pela rabiça. vint
7 V rabejar, acepção 2. vtd
8 Dirigir de esguelha: Rabeou um olhar para alguém. vti
9 Obsequiar vilmente; adular, lisonjear: Rabeia aos chefes, para conseguir regalias. vtd
10 Aproximar-se timidamente de (alguém).
rabeador      
adj (rabear+dor2)
1 Que rabeia.
2 Que agita muito a cauda (aplica-se mais aos cavalos).
3 Desassossegado, inquieto.
4 Diz-se do cavalo que mexe muito com o traseiro.